- φαύλαις
- φαύ̱λαις , φαῦλοςcheapfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
EXOMIS — Gr. Ε᾿ξωμὶς, tunica sine manicis, seu vestis stricta et angusta, ex qua humeri exercebantur nudique conspiciebantur. Vett. Critici Exomides, ἱμάτια δουλικὰ καὶ ἐτερομάχαλα, vestes serutles ex altera parte manuleatas, interpretantur: et habebat… … Hofmann J. Lexicon universale
λυγισμός — ο (AM λυγισμός) [λυγίζω] λύγισμα, κάμψη, κλίση, στροφή («οἱ κῳμωδούμενοι ἐν φαύλαις ὀργήσεσι λυγισμοί», Ευστ.) νεοελλ. φυσ. φαινόμενο αστάθειας μορφής το οποίο εκδηλώνεται σε δομικά στοιχεία που καταπονούνται με θλίψη και κατά το οποίο ένα σώμα… … Dictionary of Greek